Η νέα φάση της ισραηλινής στρατηγικής και η διαμόρφωση του τοπίου στη Μέση Ανατολή

Η επίθεση του Ισραήλ στην Ντόχα του Κατάρ στις 9 Σεπτεμβρίου με στόχο την
εξόντωση της ηγεσίας της ειρηνευτικής αποστολής της Χαμάς δεν συνιστά μόνο
επιθετική ενέργεια κατά ενός κράτους του Κόλπου, εντός του οποίου μάλιστα
βρίσκονται οι μεγαλύτερες στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ στη Μέση
Ανατολή, αλλά πυροδοτεί και μια σειρά γεωπολιτικών εξελίξεων.
Αρχικά, η μονομερής ενέργεια του Ισραήλ χωρίς πρότερη ειδοποίηση του Κατάρ, που
λειτουργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, όχι μόνο δεν πέτυχε το
στόχο της αλλά είχε ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση των αραβικών και
μουσουλμανικών χωρών κατά του Ισραήλ. Χαρακτηριστικά, εννιά μόλις μέρες μετά
την επίθεση το κοινό Συμβούλιο Άμυνας του Συμβουλίου Συνεργασίας των Χωρών
του Κόλπου αποφάσισε τη λήψη συντονισμένων συλλογικών μέτρων ασφαλείας για
την απάντηση σε κοινές απειλές, την ανάπτυξη συστήματος ανταλλαγής
πληροφοριών και έγκαιρης προειδοποίησης για βαλλιστικές απειλές, την αναβάθμιση
κοινών αμυντικών σχεδιασμών και τη διεξαγωγή κοινών στρατιωτικών ασκήσεων σε
αέρα και έδαφος υπό ενιαία στρατιωτική διοίκηση. Ταυτόχρονα, σε επικοινωνιακό
επίπεδο, τα μέλη του Συμβουλίου συμφώνησαν πως κάθε επίθεση απέναντι στο
Κατάρ συνιστά επίθεση ενάντια σε όλα τα μέλη του Συμβουλίου.
Επιπρόσθετα, οι πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του Ισραήλ οδήγησαν στην
αποστασιοποίηση των χωρών που υπέγραψαν τις Συμφωνίες του Αβραάμ, όπως το
Κουβέιτ, το Μπαχρέιν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με τα τελευταία να
περιορίζουν τις σχέσεις με το Ισραήλ σε οικονομικό επίπεδο. Την ίδια στιγμή, αυτή η
στάση αφενός απομακρύνει την πιθανότητα εξομάλυνσης σχέσεων μεταξύ Σαουδικής
Αραβίας και Ισραήλ, με την ηγεσία της πρώτης να καταδικάζει απερίφραστα την
επίθεση και να συντάσσεται με τα υπόλοιπα κράτη της περιοχής, και αφετέρου
επιβαρύνει τη θέση των χωρών που έχουν συνάψει ειρήνη με το Ισραήλ, όπως η
Αίγυπτος και η Ιορδανία.
Ακόμα, οι πρακτικές του Ισραήλ οδηγούν σε ισχυροποίηση των αντιπάλων του στην
περιοχή, όπως οι Χούθι της Υεμένης, το Ιράν και η Τουρκία. Η τελευταία, μάλιστα,
εγείρει και ζητήματα πιθανής στοχοποίησής της στο μέλλον από το Ισραήλ.
Παράλληλα, αυξάνονται διεθνώς και περιφερειακά οι κατηγορίες έναντι του Ισραήλ,
τόσο σε επίπεδο διεθνούς δικαίου όσο και σε επίπεδο διεθνούς ασφάλειας, με τις

πρώτες αναφορές σε «κράτος-τρομοκράτη» και «κράτος-παρία» να έχουν ήδη
διατυπωθεί επίσημα.
Εξίσου σημαντική συνέπεια των περιφερειακών μετατοπίσεων ισχύος στην περιοχή
είναι η προσπάθεια του Ισραήλ να επιβάλει τη θέση του επί του Παλαιστινιακού
οπουδήποτε και με οποιαδήποτε μέσο. Προσέγγιση η οποία επιβεβαιώνεται από τη
συνεχιζόμενη επιβολή λιμού εδώ και βδομάδες στην Γάζα, τη συντήρηση της
πολεμικής ρητορικής, την αποτροπή οποιασδήποτε ανθρωπιστικής προσπάθειας, τη
ρήξη των ειρηνευτικών συνομιλιών και τη συντήρηση του πολεμικού κλίματος
γενικότερα. Εν προκειμένω, μια τέτοια απόφαση αφενός εξυπηρετεί τη συνέχιση των
επιχειρήσεων των ισραηλινών δυνάμεων στη Γάζα και στην περιφέρεια και αφετέρου
συμβάλλει στην παραμονή της κυβέρνησης Νετανιάχου στην εξουσία.
Οι νέες συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής όμως δεν
διαμορφώθηκαν εν κενώ: είναι απόρροια των προηγούμενων γεωπολιτικών
ανακατατάξεων που οδήγησαν στη διάρρηξη των τότε ισορροπιών στην περιοχή και
στην ενίσχυση της θέσης του Ισραήλ.
Καταλυτική στάθηκε η αναδίπλωση του Ιράν. Η προηγηθείσα κατάρρευση των
υποστηριζόμενων χρηματικά και στρατιωτικά από το Ιράν Χαμάς και Χεζμπολάχ
απάλλαξε το Ισραήλ από συνοριακές προστριβές, επιτρέποντάς του να επικεντρωθεί
στον επί χρόνια περιφερειακό υπαρξιακό του αντίπαλο. Μετά τον «Πόλεμο των 12
ημερών», την –για πρώτη φορά στην ιστορία– παρατεταμένη ανταλλαγή πυρών
μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, που οδήγησε στην καταστροφή σημαντικού μέρους του
πυρηνικού προγράμματος του δεύτερου με τη βοήθεια των ΗΠΑ, αδρανοποιήθηκε σε
μεγάλο βαθμό ο μόνος εξισορροπητικός παράγοντας στην περιοχή απέναντι στο
Ισραήλ, επιτρέποντας επιχειρησιακές πρωτοβουλίες που στο παρελθόν θα
θεωρούνταν από παρακινδυνευμένες έως αδύνατες.
Το εύρος των συνεπειών της ενίσχυσης του Ισραήλ διαπιστώθηκε εμφανώς στη
Συρία, όπου, παρά τη διεξαγωγή ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ του Ισραήλ και της
μεταβατικής κυβέρνησης της Συρίας, οι ισραηλινές δυνάμεις βομβάρδισαν τις πόλεις
Λατάκια και Χομ. Ταυτόχρονα, το Ισραήλ εδώ και καιρό παρεμβαίνει και στα
εσωτερικά της χώρας, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του προστάτη και εγγυητή των
Δρούζων (και σε μικρότερο βαθμό των Κούρδων) από τις ενέργειες της μεταβατικής
συριακής κυβέρνησης Αλ Σαάρα, σε συνέχεια των αεροπορικών επιθέσεων κατά
στρατιωτικών εγκαταστάσεων της Συρίας ήδη από την πτώση του καθεστώτος
Άσαντ.
Αντίστοιχα, οι βομβαρδισμοί πρώην βάσεων της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, κατά
παράβαση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, ο βομβαρδισμός στην Τυνησία
πλοίων που μεταφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα και οι επιδρομές στα
κατεχόμενα στη Δυτική Όχθη δείχνουν το μέγεθος της αδιαφορίας του Ισραήλ για τη
διεθνή νομιμότητα, γεγονός που συνδέεται άμεσα με την ενίσχυση της θέσης του
στην περιοχή.

Επιπλέον, στη συνθήκη αυτή συνέβαλαν και οι ΗΠΑ μέσω της οικονομικής,
διπλωματικής και στρατιωτικής τους στήριξης και της επιλεκτικής αδιαφορίας που
επέδειξαν στα ψήγματα αυτόνομων πολιτικών επιλογών του Ισραήλ κατά το
παρελθόν. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι ο βομβαρδισμός του πυρηνικού
αντιδραστήρα Οσιράκ στο Ιράκ το 1981, οι σφαγές στις επαρχίες Σάμπρα και Σατίλα
στον Λίβανο το 1982, που υπερέβαιναν το δικαίωμα στην αυτοάμυνα το οποίο
επικαλέστηκε το Ισραήλ, και η επιθετική πολιτική του Ισραήλ στη Γάζα και στη
Δυτική Όχθη, που υπερέβαιναν την αρχή της αναλογικότητας.
Μερίδιο φυσικά σε αυτή τη συνθήκη έχει και η διεθνής κοινότητα και ειδικά η Δύση,
δεδομένου ότι καταδικάζει φραστικά, χωρίς όμως να προχωρά στην επιβολή είτε
συλλογικών είτε και διμερών κυρώσεων σε επίπεδο οικονομικών και εμπορικών
σχέσεων, παρέχοντας στην ουσία «αμνηστία» στο Ισραήλ. Η τακτική αυτή
αναπόδραστα οδηγεί στον κλυδωνισμό των περιφερειακών ισορροπιών, από τη
στιγμή που καλλιεργείται ένα κλίμα επιλεκτικής εφαρμογής του διεθνούς δικαίου.
Τέλος, η αξιοποίηση της ασφαλειοποίησης κατά την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας,
μετά την 11η Σεπτεμβρίου, προσέφερε το υπόβαθρο για την αιτιολόγηση μέτρων και
πρακτικών που υπερβαίνουν την εξουσία και την αρμοδιότητα του Ισραήλ στο
έδαφος άλλων κρατών. Από την εγκαινίαση της πολιτικής του προληπτικού
πλήγματος στο Ιράκ και το Αφγανιστάν μέχρι την ισλαμοφοβία, την επομένη της
Αραβικής Άνοιξης, η αλόγιστη επίκληση της ασφάλειας δημιούργησε ένα στρεβλό
πλαίσιο νομιμοποίησης σε διεθνές επίπεδο. Μία στρεβλότητα που εκμεταλλεύθηκε
στο έπακρο και το Ισραήλ.
Καταλήγοντας, με τα μέχρι τώρα δεδομένα φαίνεται πως το Ισραήλ διεκδικεί
ευρύτερο ρόλο, επαναχαράσσοντας τις ισορροπίες ισχύος στην περιοχή της Μέσης
Ανατολής. Το ζήτημα είναι μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτός ο ρόλος και πότε το
Ισραήλ θα δηλώνει ικανοποιημένο με την ασφάλειά του, δεδομένου ότι όλα τα
κράτη-αντίπαλοί του τελούν πλέον είτε σε εύθραυστη κατάσταση, όπως στην
περίπτωση της Συρίας και του Ιράκ, είτε σε αναδίπλωση, όπως συμβαίνει στο Ιράν.
Και δικαίως γεννούνται οι φόβοι για το ποιος θα είναι ο επόμενος.

Αλέξανδρος Παπαμιχαλόπουλος, Υποψήφιος διδάκτωρ, Τμήμα Πολιτικής
Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ